ἀμφιμάσχαλος — with two arm holes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάσχαλον — ἀμφιμάσχαλος with two arm holes masc/fem acc sg ἀμφιμάσχαλος with two arm holes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμασχάλου — ἀμφιμάσχαλος with two arm holes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιμάσχαλοι — ἀμφιμάσχαλος with two arm holes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφιμασχάλια — τα τα κορδόνια που κρεμιούνται από τους ώμους και κάτω από τη μασχάλη στις στολές στρατιωτικών ως διακριτικά ειδικής υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιμάσχαλος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον Στρατιωτικό Κανονισμό τής Πανεπιστημιακής… … Dictionary of Greek
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek